- λυπημένα
- επίρρ. βλ. λυπημένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυπημένος — η, ο (Μ λυπημένος, η, ον) αυτός που κατέχεται από λύπη ή πένθος, θλιμμένος, στενοχωρημένος, περίλυπος μσν. 1. λυπητερός 2. πένθιμος 3. ευσπλαχνικός, συμπονετικός. επίρρ... λυπημένα λυπητερά, θλιμμένα, στεναχωρημένα («μέ κοίταξε λυπημένα και έφυγε … Dictionary of Greek
θλιβά — επίρρ. [θλιβός] με τρόπο θλιβερό, θλιβερά, λυπημένα, λυπητερά,θλιμμένα («κι εκοίταξες θλιβά πιο πέρα», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
λυπητικός — λυπητικός, ή, όν (AM) [λυπώ] αυτός που αισθάνεται λύπη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.). επίρρ... λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)… … Dictionary of Greek
λυπόματος — λυπόματος, ον (Μ) αυτός που έχει θλιμμένα, λυπημένα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + ματος (< μάτι), πρβλ. γλυχό ματος, πονό ματος] … Dictionary of Greek